Καμιά φορά οι εσωτερικοί μου ψίθυροι δεν αντέχουν να κάνουν κύκλους μέσα μου και ταξιδεύουν. Είναι οι στιγμές που δεν ξέρω πώς να συνεχίσω το ταξίδι... και τότε εμφανίζεσαι εσύ... κι είναι σαν να μην έφυγα ποτέ. Έρχεσαι πάντα νύχτα λίγο πριν κοιμηθώ... έρχεσαι να μου θυμήσεις τον Εαυτό που άφησα πίσω, τον Εαυτό που κάποτε αγάπησα πολύ... Εσένα.
Σκαλίζοντας άσχετες εικόνες, κάποια συγχρονικότητα μπαίνει σε εφαρμογή... είναι παράξενο πώς μια τέτοια σε συνοδεύει και πάλι.
...
Ήταν η Γη ακόμα επίπεδη
και τα σύννεφα ήταν από φωτιά
και τα βουνά έφταναν ως τον ουρανό
κι ακόμα ψηλότερα...
Στη Γη ζούσαν άνθρωποι τεράστιοι.
Είχαν τέσσερα χέρια.
Είχαν τέσσερα πόδια.
Είχαν δυο πρόσωπα
σ’ ένα πελώριο κεφάλι
για να βλέπουν παντού.
Μιλούσαν καθώς διάβαζαν
και δεν ήξεραν τι είναι αγάπη.
Ήταν πριν τη γέννηση της αγάπης.
Τότε υπήρχαν τρία φύλα.
Το ένα, ήταν δυο άντρες κολλημένοι πλάτη με πλάτη.
Λέγονταν τα Παιδιά του Ήλιου.
Ίδιο σχήμα και μέγεθος είχαν και τα Παιδιά της Γης.
Ήταν δυο γυναίκες σε μια.
Και τα Παιδιά του Φεγγαριού.
Ήταν λες και είχες μπήξει ένα πηρούνι σ’ ένα κουτάλι.
Ήταν Ήλιος και Γη. Κόρη και γιος.
Η γέννηση της αγάπης.
Οι Θεοί φοβήθηκαν τη δύναμη και την απείθειά μας.
Ο Θωρ είπε, «Θα τους σκοτώσω όλους με το σφυρί μου. Όπως τους Γίγαντες.»
Αλλά ο Δίας είπε, «Άσε καλύτερα εμένα. Θα τους χωρίσω με τους κεραυνούς μου.»
»‘Όπως έκοψα τα πόδια απ’ τις φάλαινες.»
»Κι έκανα σαύρες τους δεινόσαυρους.»
Έπιασε τους κεραυνούς του γέλασε και είπε,
«Θα τους κόψω στη μέση. Θα τους χωρίσω στα δύο.»
Και μαζεύτηκαν τα σύννεφα της καταιγίδας κι έγιναν μπάλες φωτιάς.
και μετά έπεσε φωτιά από ψηλά.
Κεραυνοί απ’ τον ουρανό, σαν λεπίδες μαχαιριών.
Κι έκοψαν τις σάρκες των Παιδιών του Ήλιου, του Φεγγαριού και της Γης.
Κι ένας Ινδός Θεός έραψε τις πληγές σε μια τρύπα
που την έχουμε στην κοιλιά για να θυμόμαστε το τίμημα.
Ο Όσιρις κι οι Θεοί του Νείλου προκάλεσαν μια μεγάλη καταιγίδα
να γίνει τυφώνας και να μας σκορπίσει
με δυνατό άνεμο και βροχή και μεγάλα κύματα
που θα μας σκότωναν όλους.
Αν δεν είμαστε φρόνιμοι, θα μας κόψουν πάλι
Και θα χοροπηδάμε σ’ ένα πόδι
και θα βλέπουμε μ’ ένα μάτι.
ΑΡΝΗΘΕΙΤΕ ΜΑΣ ΚΑΙ ΕΙΣΤΕ ΧΑΜΕΝΟΙ
Τελευταία φορά που σε είδα
ήμαστε χωρισμένοι στη μέση.
Με κοίταζες και σε κοίταζα.
Ήσουν τόσο γνωστός.
Δεν μπορούσα να σε γνωρίσω,
Είχες αίμα στο πρόσωπο.
Εγώ είχα αίμα στα μάτια.
Αλλά η έκφρασή σου έδειχνε
ότι ο πόνος στην ψυχή σου
ήταν ίδιος με τον δικό μου.
Αυτός ο πόνος
φτάνει κατ’ ευθείαν ως την καρδιά.
Τον λέμε αγάπη.
Αγκαλιαζόμαστε προσπαθώντας να γίνουμε πάλι ένα.
Κάναμε έρωτα.
Μια κρύα σκοτεινή νύχτα.
Πριν από πολύ καιρό.
Όταν το δυνατό χέρι του Δία μας έκοψε στα δυο.
Είναι λυπηρό το πώς γίναμε
μοναχικά δίποδα πλάσματα.
Είναι η ιστορία της αγάπης.
Σκαλίζοντας άσχετες εικόνες, κάποια συγχρονικότητα μπαίνει σε εφαρμογή... είναι παράξενο πώς μια τέτοια σε συνοδεύει και πάλι.
...
Ήταν η Γη ακόμα επίπεδη
και τα σύννεφα ήταν από φωτιά
και τα βουνά έφταναν ως τον ουρανό
κι ακόμα ψηλότερα...
Στη Γη ζούσαν άνθρωποι τεράστιοι.
Είχαν τέσσερα χέρια.
Είχαν τέσσερα πόδια.
Είχαν δυο πρόσωπα
σ’ ένα πελώριο κεφάλι
για να βλέπουν παντού.
Μιλούσαν καθώς διάβαζαν
και δεν ήξεραν τι είναι αγάπη.
Ήταν πριν τη γέννηση της αγάπης.
Τότε υπήρχαν τρία φύλα.
Το ένα, ήταν δυο άντρες κολλημένοι πλάτη με πλάτη.
Λέγονταν τα Παιδιά του Ήλιου.
Ίδιο σχήμα και μέγεθος είχαν και τα Παιδιά της Γης.
Ήταν δυο γυναίκες σε μια.
Και τα Παιδιά του Φεγγαριού.
Ήταν λες και είχες μπήξει ένα πηρούνι σ’ ένα κουτάλι.
Ήταν Ήλιος και Γη. Κόρη και γιος.
Η γέννηση της αγάπης.
Οι Θεοί φοβήθηκαν τη δύναμη και την απείθειά μας.
Ο Θωρ είπε, «Θα τους σκοτώσω όλους με το σφυρί μου. Όπως τους Γίγαντες.»
Αλλά ο Δίας είπε, «Άσε καλύτερα εμένα. Θα τους χωρίσω με τους κεραυνούς μου.»
»‘Όπως έκοψα τα πόδια απ’ τις φάλαινες.»
»Κι έκανα σαύρες τους δεινόσαυρους.»
Έπιασε τους κεραυνούς του γέλασε και είπε,
«Θα τους κόψω στη μέση. Θα τους χωρίσω στα δύο.»
Και μαζεύτηκαν τα σύννεφα της καταιγίδας κι έγιναν μπάλες φωτιάς.
και μετά έπεσε φωτιά από ψηλά.
Κεραυνοί απ’ τον ουρανό, σαν λεπίδες μαχαιριών.
Κι έκοψαν τις σάρκες των Παιδιών του Ήλιου, του Φεγγαριού και της Γης.
Κι ένας Ινδός Θεός έραψε τις πληγές σε μια τρύπα
που την έχουμε στην κοιλιά για να θυμόμαστε το τίμημα.
Ο Όσιρις κι οι Θεοί του Νείλου προκάλεσαν μια μεγάλη καταιγίδα
να γίνει τυφώνας και να μας σκορπίσει
με δυνατό άνεμο και βροχή και μεγάλα κύματα
που θα μας σκότωναν όλους.
Αν δεν είμαστε φρόνιμοι, θα μας κόψουν πάλι
Και θα χοροπηδάμε σ’ ένα πόδι
και θα βλέπουμε μ’ ένα μάτι.
ΑΡΝΗΘΕΙΤΕ ΜΑΣ ΚΑΙ ΕΙΣΤΕ ΧΑΜΕΝΟΙ
Τελευταία φορά που σε είδα
ήμαστε χωρισμένοι στη μέση.
Με κοίταζες και σε κοίταζα.
Ήσουν τόσο γνωστός.
Δεν μπορούσα να σε γνωρίσω,
Είχες αίμα στο πρόσωπο.
Εγώ είχα αίμα στα μάτια.
Αλλά η έκφρασή σου έδειχνε
ότι ο πόνος στην ψυχή σου
ήταν ίδιος με τον δικό μου.
Αυτός ο πόνος
φτάνει κατ’ ευθείαν ως την καρδιά.
Τον λέμε αγάπη.
Αγκαλιαζόμαστε προσπαθώντας να γίνουμε πάλι ένα.
Κάναμε έρωτα.
Μια κρύα σκοτεινή νύχτα.
Πριν από πολύ καιρό.
Όταν το δυνατό χέρι του Δία μας έκοψε στα δυο.
Είναι λυπηρό το πώς γίναμε
μοναχικά δίποδα πλάσματα.
Είναι η ιστορία της αγάπης.