Πέρασε καιρός από την τελευταία φορά που βρέθηκα ανάμεσά τους… ξαπλωμένη στο κρεβάτι του πόνου με ένα νάρθηκα στο λαιμό και ένα κεφάλι καζάνι από τα φάρμακα... (για λόγους που μόνο Εκείνος γνωρίζει είμαι ακόμα εδώ κι αυτή τη στιγμή γράφω στο υπερπέραν)... κι αντί να κλαίω που έπαθα ό,τι έπαθα, στεναχωριόμουν που δεν θα πάω στα Αναστενάρια. Γελούσα βέβαια, γελούσα με όλη μου την ύπαρξη, που δεν τέλειωσε το "πανηγύρι" άδοξα για μένα γιατί είχα σχέδια και όνειρα… είναι όμως αξιοθαύμαστο το πως μπορεί ένα κακό συμβάν να σε αλλάξει συθέμελα.
--Τράβα λίγο την κουρτίνα σε παρακαλώ, είπα. Θυμάμαι μονάχα τη φιγούρα του ψιλοσκυφτή ξερακιανή να στέκεται πίσω από την μισόκλειστη τυρκουάζ κουρτίνα, ύστερα την κουρτίνα να ανοίγει και ύστερα να με πιάνουν τα κλάματα. Ποιος θα το πίστευε… εγώ πάντως δεν πίστευα στα μάτια μου. Στο απέναντι κρεβάτι γύρω από μια γυναίκα που δεν έβλεπα στέκονταν σαν άγιοι. Ακόμα και τώρα μετά από τόσα χρόνια το θυμάμαι και δακρύζω.
--Οι αναστενάρηδες! είπα πίσω από την ορθάνοιχτη κουρτίνα και γύρισαν όλοι μαζί και με κοίταξαν. Ο κυρ-Γιώργος πλησίασε, με κοίταξε καλά καλά, με θυμήθηκε. Ρώτησε να μάθει τι έγινε. Του είπα. Κι ύστερα μου είπε κι εκείνος. Έκλαιγα με αναφιλητά. Είναι από κείνες τις φάσεις που δεν θέλεις να θυμάσαι, αλλά τις κουβαλάς μέχρι να πεθάνεις γιατί είναι οι φάσεις που θα καθορίσουν όλη την μετέπειτα πορεία σου. Εκείνη τη στιγμή ήξερα πως τίποτα δεν είναι τυχαίο, πως αυτοί οι άνθρωποι θα παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, κι ένα σωρό σκέψεις που, από τότε μέχρι σήμερα άλλες υλοποιήθηκαν κι άλλες μπήκαν σε εφαρμογή.
Την τελευταία φορά που βρέθηκα στο κονάκι θυμάμαι πως είχα συντονιστεί απόλυτα με τον ρυθμό, σε φάση δεν ξέρω που βρισκόμουν, ήταν κάτι που δεν είχα ξανανιώσει, ένιωθα πως είναι η στιγμή μου. «Έκλαιγα συνέχεια, εκεί τότε κατάλαβα ότι ήρθε η στιγμή μου» ~ αυτή είναι μια κοινή ομολογία πολλών αναστενάρηδων. Κι εγώ έκλαιγα τότε, έκλαιγα σαν μικρό παιδί… δεν προχώρησα όμως. Ίσως δεν είχα αρκετή πίστη, ίσως δεν ήμουν σε θέση ακόμα να λάβω τη χάρη Του. Τα χρόνια πέρασαν… έχω κλάψει πολύ έκτοτε, «τα δάκρυα έρχονται για να ποτίσουν τους σπόρους των καρπών που θα λάβεις αργότερα», (πόσο δίκιο είχες Κασσάνδρα μου), έδρεψα πολλούς καρπούς από τότε είν' η αλήθεια και γέλασα με την καρδιά μου… άνθρωποι ήρθαν κι έφυγαν απ' τη ζωή μου, κάποιοι άφησαν σημάδια, κάποιοι πέρασαν σαν να μην ακούμπησαν καν, μα ετούτοι σταθερά παρόντες, κι εγώ πάλι εδώ…
Μπαίνω στο κονάκι με μια γλυκιά συγκίνηση, όπως τότε που πηγαίναμε στους παππούδες και μύριζα λαίμαργα την ατμόσφαιρα να αποτυπώσω τις μυρωδιές μέσα μου, μέχρι να ξαναπάμε, το γάλα που έβραζε η γιαγιά, τα πιροσκί, το φρεσκοκομμένο κάρδαμο, τα ρόδια, τους φρεσκοασβεστωμένους τοίχους, το θυμίαμα ~ ίσως το θυμίαμα είναι η μυρωδιά που ενώνει όλες τις αναμνήσεις κι όλα τα μέρη που έζησα τις πιο έντονες στιγμές… Όμορφα όλα και ταχτοποιημένα, ανάβω δυο κεριά και σκύβω να ασπαστώ τον "παππού", κοιτάζω τα κουδουνάκια, τα αμανέτια, χαμογελάω σαν βλαμμένο… πόσα χρόνια Θεέ μου… νιώθω ευλογία που βρίσκομαι εδώ. Κάθομαι σε μια γωνιά κι αφουγκράζομαι το χώρο και τις παρουσίες… μα πιο πολύ θέλω να αφουγκραστώ τον εαυτό μου, να δω που βρίσκομαι. Όλα διαφορετικά μα όλα ίδια. Δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος, αλλά ο πυρήνας μου είναι όπως τότε. Κι είμαι πάλι στο σπίτι μου. Ναι, είναι από κείνες τις στιγμές που νιώθω σαν να επέστρεψα σπίτι μου, μετά από χρόνια απουσίας σε ανοίκειους τόπους αφιλόξενους.
Μεσολάβησε μια ολόκληρη ζωή θαρρείς, κοσμογονικές αλλαγές, πολλές απουσίες, νέες παρουσίες… κοιταζόμαστε κι ένα αμυδρό νεύμα μαρτυρά πως αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον, σαν τους Πυθαγόρειους, δεν χρειαζόμαστε συστάσεις, γνωριζόμαστε κι ας μην ξέρουμε όλων τα ονόματα, είναι ένας αόρατος κρίκος που μας ενώνει, ο "παππούς" κι η ιερή φωτιά. Οι άνθρωποί μου, η φυλή μου, η οικογένειά μου. «Όλοι αναστενάρηδες είμαστε, κι εσύ που δεν πατάς, γιατί είσαι εδώ, συμμετέχεις. Αυτός που πατάει, αυτός που φέρνει το νερό, αυτός που παίζει τη λύρα, όλοι αναστενάρηδες είμαστε…» Ωραίο ακούγεται αλλά δεν είμαι ακόμα…
Τους κοιτώ κι έχω εκείνη την αίσθηση της ζεστής αγκαλιάς καθώς κοιταζόμαστε στα μάτια, βαθιά, όπως θα κοίταγε ο Rumi τον Shams καθώς μιλούσαν για τον Αγαπημένο. Όταν σου χαμογελούν θαρρείς αγκαλιάζουν όλο το σύμπαν. Στέκεται απέναντί μου ακίνητος, όμοια ξερακιανός, χωρίς το τσιγάρο πια. Δεν χορεύει, δεν το χρειάζεται ούτε αυτό πια, απλά μπαίνει στη φωτιά και την σβήνει. Νιώθω δέος καθώς τον κοιτώ. Δακρύζω. Σε λίγο τα δάκρυα πέφτουν σαν βροχή. Ψιλοκρύβομαι μην με δει ο Ο., αλλά στην πραγματικότητα δεν με νοιάζει. Σκουπίζω τα μάτια μου με ανακούφιση. Το νταούλι βαράει τους παλμούς της καρδιάς μου καθώς κοιτάει στο υπερπέραν κι ύστερα σε μένα που έχω γίνει ένα με αυτό.
Όλη η ομάδα σύσσωμη οργώνει το πάτωμα πριν βγει στην φωτιά. Πάνω κάτω πάνω κάτω. Ενέργεια μεγατόνων εκπέμπουν τα βλέμματά τους, απίστευτη Δύναμη, μπορούν να σε κάψουν σαν λεπτή χαρτοπετσέτα με μια ματιά. Λάμπουν ολόκληροι. Απλώνεται θαρρείς η αύρα τους σε ακτίνα χιλιομέτρων, η φωτιά τούς κάνει να φαίνονται πιο μεγάλοι. Η όψη τους πότε αυστηρή πότε απροσδιόριστα ανέκφραστη και πότε με το βλέμμα του σαλού καθώς ετοιμάζονται να ριχτούν στη φωτιά. Ο δρόμος ανοίγει… «είναι σαν να περπατάμε πάνω σε κρύο νερό»…
...τα κάρβουνα γίνονται στάχτη. Αυτό ήταν. Λυτρωμένοι και σιωπηλοί επιστρέφουν στο κονάκι, δίπλα τους κι εμείς… νιώθω σαν να περπάτησα στην έρημο κι ύστερα βαπτίστηκα ξανά στον Ιορδάνη ποταμό, ένα τεράστιο χαμόγελο μέσα μου ξεχειλίζει όλο αγάπη. Ένας μεγάλος κύκλος έκλεισε μέσα μου, κι άνοιξε ένας καινούριος. Ο άνθρωπος που μπήκε στο κονάκι δεν είναι ο ίδιος με αυτόν που γράφει αυτές τις γραμμές, ένα ρούχο μου παλιό ξεθωριασμένο έγινε ένα με τις φλόγες και πια δεν υπάρχει. Κι αν ακόμα ο δρόμος δεν άνοιξε για μένα, νιώθω πως το βήμα έγινε. Από την πρώτη στιγμή ένιωθα κομμάτι αυτής της αρχέγονης αλυσίδας που ταξιδεύει στο χρόνο, πλέον αυτό επισφραγίστηκε. Πόσο μεγάλη ευλογία να κάθομαι στο ίδιο τραπέζι πρώτη φορά με την οικογένειά μου, να μοιραζόμαστε το ίδιο φαγητό, να παίρνω απ' το χέρι του αρχιαναστενάρη το ίδιο ιερό ψωμί. Θεέ μου αυτοί οι άνθρωποι οι "ξένοι" μου έδωσαν να φάω, πλυθήκαμε με το ίδιο νερό στην ίδια σκάφη, με φρόντισαν, άνοιξαν την αγκαλιά και την καρδιά τους και με έβαλαν κι εμένα μέσα. Ο αρχιαναστενάρης έρχεται στο μέρος μου, σκύβει και με ρωτάει χαμηλόφωνα κάτι. Χαμογελάω όλο ανακούφιση, τον κοιτάζω, ψιθυρίζω μια λέξη, καταλαβαίνει. Πως να πεις για κάτι που δεν μπαίνει σε λόγια;
Μια χρυσή καρδούλα ήταν δεμένη στο μαντήλι που φορούσε στο λαιμό του. Ένα χαμόγελο αρκεί για να ξαναγεννηθεί το σύμπαν μέσα μου...
Αγάπη
Πίστη
Ευγνωμοσύνη
Δύναμη.
~~~~~~~~~~~~~
Στον κυρ-Γιώργο, αυτήν την απίστευτη μορφή με το σκαμμένο πρόσωπο (συνέχεια με το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα), στον κο Κυριάκο τον αρχιαναστενάρη (που σε διαβάζει πριν καν ανοίξεις το στόμα σου), στον κο Γιάννη (που ξεφορτώθηκε έναν ολόκληρο εαυτό), στον Βασίλη (που φρόντισε), στον "αετό" που ήρθε να με σκανάρει αν θα μπω και "πετούσε" φωνάζοντας τα δικά του («Τώρα αρχίζει παππού!»), στην κυρά Νίτσα (που μας κοιτάει από ψηλά - για κείνην είχαν έρθει στο νοσοκομείο, ευτυχώς από τότε πάτησε πολλές φορές ακόμα), στην γιαγιά αρχιαναστενάρισσα (που επίσης μας κοιτάει από ψηλά μα την θυμάμαι σαν χτες να δίνει τα αμανέτια) / και επίσης στην Έλενα και τον Ορφέα, και στον Βασίλη (που αν μου έλεγες πριν άπειρα χρόνια ότι θα συναντηθούμε στο μέλλον σε ένα διονυσιακό δρώμενο, θα γελούσε όλη η underground σκηνή της Θεσσαλονίκης). Χρόνια πολλά. Και του χρόνου με υγεία...
--Τράβα λίγο την κουρτίνα σε παρακαλώ, είπα. Θυμάμαι μονάχα τη φιγούρα του ψιλοσκυφτή ξερακιανή να στέκεται πίσω από την μισόκλειστη τυρκουάζ κουρτίνα, ύστερα την κουρτίνα να ανοίγει και ύστερα να με πιάνουν τα κλάματα. Ποιος θα το πίστευε… εγώ πάντως δεν πίστευα στα μάτια μου. Στο απέναντι κρεβάτι γύρω από μια γυναίκα που δεν έβλεπα στέκονταν σαν άγιοι. Ακόμα και τώρα μετά από τόσα χρόνια το θυμάμαι και δακρύζω.
--Οι αναστενάρηδες! είπα πίσω από την ορθάνοιχτη κουρτίνα και γύρισαν όλοι μαζί και με κοίταξαν. Ο κυρ-Γιώργος πλησίασε, με κοίταξε καλά καλά, με θυμήθηκε. Ρώτησε να μάθει τι έγινε. Του είπα. Κι ύστερα μου είπε κι εκείνος. Έκλαιγα με αναφιλητά. Είναι από κείνες τις φάσεις που δεν θέλεις να θυμάσαι, αλλά τις κουβαλάς μέχρι να πεθάνεις γιατί είναι οι φάσεις που θα καθορίσουν όλη την μετέπειτα πορεία σου. Εκείνη τη στιγμή ήξερα πως τίποτα δεν είναι τυχαίο, πως αυτοί οι άνθρωποι θα παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, κι ένα σωρό σκέψεις που, από τότε μέχρι σήμερα άλλες υλοποιήθηκαν κι άλλες μπήκαν σε εφαρμογή.
Την τελευταία φορά που βρέθηκα στο κονάκι θυμάμαι πως είχα συντονιστεί απόλυτα με τον ρυθμό, σε φάση δεν ξέρω που βρισκόμουν, ήταν κάτι που δεν είχα ξανανιώσει, ένιωθα πως είναι η στιγμή μου. «Έκλαιγα συνέχεια, εκεί τότε κατάλαβα ότι ήρθε η στιγμή μου» ~ αυτή είναι μια κοινή ομολογία πολλών αναστενάρηδων. Κι εγώ έκλαιγα τότε, έκλαιγα σαν μικρό παιδί… δεν προχώρησα όμως. Ίσως δεν είχα αρκετή πίστη, ίσως δεν ήμουν σε θέση ακόμα να λάβω τη χάρη Του. Τα χρόνια πέρασαν… έχω κλάψει πολύ έκτοτε, «τα δάκρυα έρχονται για να ποτίσουν τους σπόρους των καρπών που θα λάβεις αργότερα», (πόσο δίκιο είχες Κασσάνδρα μου), έδρεψα πολλούς καρπούς από τότε είν' η αλήθεια και γέλασα με την καρδιά μου… άνθρωποι ήρθαν κι έφυγαν απ' τη ζωή μου, κάποιοι άφησαν σημάδια, κάποιοι πέρασαν σαν να μην ακούμπησαν καν, μα ετούτοι σταθερά παρόντες, κι εγώ πάλι εδώ…
Μπαίνω στο κονάκι με μια γλυκιά συγκίνηση, όπως τότε που πηγαίναμε στους παππούδες και μύριζα λαίμαργα την ατμόσφαιρα να αποτυπώσω τις μυρωδιές μέσα μου, μέχρι να ξαναπάμε, το γάλα που έβραζε η γιαγιά, τα πιροσκί, το φρεσκοκομμένο κάρδαμο, τα ρόδια, τους φρεσκοασβεστωμένους τοίχους, το θυμίαμα ~ ίσως το θυμίαμα είναι η μυρωδιά που ενώνει όλες τις αναμνήσεις κι όλα τα μέρη που έζησα τις πιο έντονες στιγμές… Όμορφα όλα και ταχτοποιημένα, ανάβω δυο κεριά και σκύβω να ασπαστώ τον "παππού", κοιτάζω τα κουδουνάκια, τα αμανέτια, χαμογελάω σαν βλαμμένο… πόσα χρόνια Θεέ μου… νιώθω ευλογία που βρίσκομαι εδώ. Κάθομαι σε μια γωνιά κι αφουγκράζομαι το χώρο και τις παρουσίες… μα πιο πολύ θέλω να αφουγκραστώ τον εαυτό μου, να δω που βρίσκομαι. Όλα διαφορετικά μα όλα ίδια. Δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος, αλλά ο πυρήνας μου είναι όπως τότε. Κι είμαι πάλι στο σπίτι μου. Ναι, είναι από κείνες τις στιγμές που νιώθω σαν να επέστρεψα σπίτι μου, μετά από χρόνια απουσίας σε ανοίκειους τόπους αφιλόξενους.
Μεσολάβησε μια ολόκληρη ζωή θαρρείς, κοσμογονικές αλλαγές, πολλές απουσίες, νέες παρουσίες… κοιταζόμαστε κι ένα αμυδρό νεύμα μαρτυρά πως αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον, σαν τους Πυθαγόρειους, δεν χρειαζόμαστε συστάσεις, γνωριζόμαστε κι ας μην ξέρουμε όλων τα ονόματα, είναι ένας αόρατος κρίκος που μας ενώνει, ο "παππούς" κι η ιερή φωτιά. Οι άνθρωποί μου, η φυλή μου, η οικογένειά μου. «Όλοι αναστενάρηδες είμαστε, κι εσύ που δεν πατάς, γιατί είσαι εδώ, συμμετέχεις. Αυτός που πατάει, αυτός που φέρνει το νερό, αυτός που παίζει τη λύρα, όλοι αναστενάρηδες είμαστε…» Ωραίο ακούγεται αλλά δεν είμαι ακόμα…
Τους κοιτώ κι έχω εκείνη την αίσθηση της ζεστής αγκαλιάς καθώς κοιταζόμαστε στα μάτια, βαθιά, όπως θα κοίταγε ο Rumi τον Shams καθώς μιλούσαν για τον Αγαπημένο. Όταν σου χαμογελούν θαρρείς αγκαλιάζουν όλο το σύμπαν. Στέκεται απέναντί μου ακίνητος, όμοια ξερακιανός, χωρίς το τσιγάρο πια. Δεν χορεύει, δεν το χρειάζεται ούτε αυτό πια, απλά μπαίνει στη φωτιά και την σβήνει. Νιώθω δέος καθώς τον κοιτώ. Δακρύζω. Σε λίγο τα δάκρυα πέφτουν σαν βροχή. Ψιλοκρύβομαι μην με δει ο Ο., αλλά στην πραγματικότητα δεν με νοιάζει. Σκουπίζω τα μάτια μου με ανακούφιση. Το νταούλι βαράει τους παλμούς της καρδιάς μου καθώς κοιτάει στο υπερπέραν κι ύστερα σε μένα που έχω γίνει ένα με αυτό.
Όλη η ομάδα σύσσωμη οργώνει το πάτωμα πριν βγει στην φωτιά. Πάνω κάτω πάνω κάτω. Ενέργεια μεγατόνων εκπέμπουν τα βλέμματά τους, απίστευτη Δύναμη, μπορούν να σε κάψουν σαν λεπτή χαρτοπετσέτα με μια ματιά. Λάμπουν ολόκληροι. Απλώνεται θαρρείς η αύρα τους σε ακτίνα χιλιομέτρων, η φωτιά τούς κάνει να φαίνονται πιο μεγάλοι. Η όψη τους πότε αυστηρή πότε απροσδιόριστα ανέκφραστη και πότε με το βλέμμα του σαλού καθώς ετοιμάζονται να ριχτούν στη φωτιά. Ο δρόμος ανοίγει… «είναι σαν να περπατάμε πάνω σε κρύο νερό»…
Μια χρυσή καρδούλα ήταν δεμένη στο μαντήλι που φορούσε στο λαιμό του. Ένα χαμόγελο αρκεί για να ξαναγεννηθεί το σύμπαν μέσα μου...
Αγάπη
Πίστη
Ευγνωμοσύνη
Δύναμη.
~~~~~~~~~~~~~
Στον κυρ-Γιώργο, αυτήν την απίστευτη μορφή με το σκαμμένο πρόσωπο (συνέχεια με το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα), στον κο Κυριάκο τον αρχιαναστενάρη (που σε διαβάζει πριν καν ανοίξεις το στόμα σου), στον κο Γιάννη (που ξεφορτώθηκε έναν ολόκληρο εαυτό), στον Βασίλη (που φρόντισε), στον "αετό" που ήρθε να με σκανάρει αν θα μπω και "πετούσε" φωνάζοντας τα δικά του («Τώρα αρχίζει παππού!»), στην κυρά Νίτσα (που μας κοιτάει από ψηλά - για κείνην είχαν έρθει στο νοσοκομείο, ευτυχώς από τότε πάτησε πολλές φορές ακόμα), στην γιαγιά αρχιαναστενάρισσα (που επίσης μας κοιτάει από ψηλά μα την θυμάμαι σαν χτες να δίνει τα αμανέτια) / και επίσης στην Έλενα και τον Ορφέα, και στον Βασίλη (που αν μου έλεγες πριν άπειρα χρόνια ότι θα συναντηθούμε στο μέλλον σε ένα διονυσιακό δρώμενο, θα γελούσε όλη η underground σκηνή της Θεσσαλονίκης). Χρόνια πολλά. Και του χρόνου με υγεία...