26.10.16

Όνειρο θερινής νυκτός μες στην καρδιά του Οκτώβρη





Σε είδα στον ύπνο μου χτες βράδυ…

Καθόσουν στο γραφείο μου (που ήταν και δικό σου) κι έγραφες…
κάπνιζες και μουρμούριζες τα δικά σου
Έπινες μια γουλιά από εκείνη την αηδία που πίνεις όταν γράφεις και χάιδευες τα γένια σου…
Με φώναζες να μου διαβάσεις κάτι...
την ίδια στιγμή σε φώναζα να έρθεις στην κουζίνα να δοκιμάσεις τη μαρμελάδα που έφτιαξα [δεν ξέρω γιατί φτιάχνω μαρμελάδες αφού δεν τις τρώει κανείς απ' τους δυό μας…]
Τελικά ήρθα εγώ σε εσένα… [πάντα ήθελες να γίνεται το δικό σου… όχι πως με ένοιαζε]
έτρεξα με το βάζο στο χέρι
με άρπαξες να καθίσω πάνω σου [σου άρεζε να κάθομαι πάνω σου όταν μου διάβαζες τις ιστορίες που έγραψες] κι έτσι όπως με τράβηξες, έφυγε το βάζο απ' τα χέρια μου έπεσε κάτω και διαλύθηκε...
«γαμώτο!!!!»
Αρχισα να κλαίω
«όχι μωρό μου μη μη μη… να κοίτα εγώ το τρώω κι έτσι βρε χαζό! τι στεναχωριέσαι» είπες κι άρχισες να βουτάς τα δάχτυλά σου ανάμεσα στα σπασμένα γυαλιά και να τα γλείφεις
Με πιάσαν τα γέλια
«είσαι τρελός!»
γελούσα κι έκλαιγα...
μου σκούπιζες τα δάκρυα με τα πασαλειμένα δάχτυλά σου
κι ύστερα με φιλούσες
Πόση ώρα κράτησε αυτό δεν ξέρω…
γελούσα κι έκλαιγα...
«μμμμ μια νόστιμη αλμυρή μαρμελάδα που έχουμε εμείς… που δεν την έχει κανείς… και τι θα την κάνω εγώ τώρα…» είπες και με ανέβασες πάνω στο γραφείο σου (που ήταν και δικό μου)…
φορούσα ένα κόκκινο φόρεμα εξώπλατο που σου άρεζε… κι ήταν το αγαπημένο μου… επειδή σου άρεζε… ακόμα νιώθω τα δάχτυλά σου που κολλούσαν στην πλάτη μου… έβγαλες το μπλουζάκι σου και το πέταξες στο πάτωμα… [πάντα με τσάτιζε όταν το έκανες αυτό… δεν με άφηνες ποτέ να στο βγάλω εγώ…] είχες κάνει τατουάζ το όνομά μου, μου φαινόταν πολύ αστείο που έκανες τέτοιο πράγμα… [έκανες πολλές χαζομάρες για να μου δείξεις ότι δεν χαμπαριάζεις τίποτα…]

Μετά μας είδα να τρέχουμε στην παραλία, με κυνηγούσες… [τι μανία κι αυτή]
Τσίριζα σαν βλαμμένο κι εσύ φώναζες κάτι ασυναρτησίες...
Μετά μας είδα ξαπλωμένους στην άμμο
δίπλα δίπλα σαν παιδάκια με τα ρούχα βρεγμένα και ξυπόλυτοι…
η θάλασσα τυρκουάζ κι ήταν λάδι…
φορούσες εκείνο το μπλουζάκι σου με την τρύπα που πάντα βάζω το δάχτυλό μου για να σε γαργαλήσω μέχρι να αγριέψεις γιατί τάχαμου στην ξεχειλώνω…
με κρατούσες αγκαλιά και σου έλεγα τι όνειρο είδα το βράδυ…
μου είπες να μην πιστεύω στα όνειρα, είναι ένα εργαλείο του μυαλού μας για να μην κρασάρει κάθε τρεις και λίγο… [σε μισούσα όταν γινόσουν τόσο ισοπεδωτικός και σου δάγκωνα τα μπράτσα για τιμωρία…]
Σου δάγκωσα το μπράτσο, έκανες πώς πεθαίνεις
Φώναζες «κάποιος να μου δώσει το φιλί της ζωής!» και με έσφιγγες πάνω σου
έκανα πως έκλαιγα [είμαστε τόσο νούμερα τελικά και οι δύο…]
«που έκρυψες τα παπούτσια μου; αν δεν μου πεις θα σ' αφήσω να πεθάνεις εδώ στην έρημο!» είπα καθώς έσκυψα να σε φιλήσω…

και τότε ξύπνησα.