23.1.24

2 μέτρα χιόνι

 Με 6 μόλις μήνες στον ξένο τόπο, πιο ξένος κι απ' τους ξένους, κατέβηκε στο κέντρο του χωριού να βρει κάποιον ταξιτζή να μεταφέρει τη γυναίκα του στο μαιευτήριο Δράμας, αφού το αμάξι του δεν έλεγε να πάρει μπρος. "Θα αστειεύεσαι φίλε, με τόσο χιόνι δεν κινείται τίποτα, ούτε ως το κέντρο υγείας δεν μπορώ να σε πάω!". Ο νεαρός αναστατώθηκε "κι εγώ τι θα κάνω τώρα; η γυναίκα μου γεννάει!" "Τι να σου ρε φίλε, φώναξε τη μαμή να γεννήσει στο σπίτι..." 

Όπερ και εγένετο... 3μιση τα χαράματα αντίκρυσα για πρώτη φορά τον θαυμαστό τούτο κόσμο, καταμεσής τρισεκατομυρίων λαμπερών χιονονιφάδων και αστεριών και λύκους να περιφέρονται στο γαλανό ημίφως. Ήμουν τόσο συναρπασμένη που δεν έβγαλα άχνα. (Σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα νεογέννητα που κλαίνε σπαραχτικά δημιουργώντας τόσο πανζουρλισμό για μια κοινή άφιξη.) Η μητέρα μου νόμιζε πως δεν είμαι ζωντανή, τη φρίκαρα με το καλωσόρισες. Κατάλαβα γρήγορα τη βλακεία μου κι έκτοτε αποφάσισα να μην την τρομάξω ποτέ ξανά. Δεν κράτησα την υπόσχεσή μου δυστυχώς και χρειάστηκε πολλές φορές να ξενυχτίσει για μένα, να χάσει τον ύπνο της, τη γαλήνη της, να κλάψει, να φοβηθεί, να πονέσει. Όσες φορές της ζήτησα συγνώμη δεν ήταν αρκετές για να σβήσω τα σημάδια που άφησαν μέσα της αυτές οι φορές, κι ας μου λέει "αυτά πέρασαν αγάπη μου, να μην τα θυμάσαι". Πόσο σ' αγαπώ μαμά μου να ξερες. Κι εσένα μπαμπά. Δεν έχω γνωρίσει άλλους τόσο υπομονετικούς και τόσο γενναιόδωρους ανθρώπους σαν εσάς. Είστε το μοναδικό σημείο αναφοράς μου, οι μοναδικές μου ρίζες, εδώ που ήρθατε σε τούτη τη γωνιά...

"Οι δρόμοι ήταν τούνελ από χιόνια που έφταναν τα δυο μέτρα, δεν έβλεπες ούτε τα απέναντι σπίτια" μου λέει κάθε χρόνο τέτοια μέρα η μαμά μου. "Γεννήθηκα δηλαδή κυριολεκτικά μες στα χιόνια!" της απαντώ και γελάμε. Οι γονείς μου δυο νέα παιδιά που άφησαν την Ευρώπη κι ήρθαν στο Νευροκόπι να στήσουν το σπιτικό τους. Δίχως γονείς, παππούδες, αδέρφια, ολομόναχοι, έχοντας μόνο ο ένας τον άλλον, τον έρωτά τους, και τα όνειρα που κουβάλησαν στις βαλίτσες τους να κάνουν οικογένεια σε μια ήρεμη γωνιά, να προκόψουν. Τα κατάφεραν. Τους ευγνωμονώ...

Έκτοτε αγαπώ το χιόνι, η θερμοκρασία μου είναι 2 βαθμοί κάτω από το κανονικό, γιατί δεν είμαι κανονικός άνθρωπος, έχω δει σχεδόν όλα τα πιθανά σχήματα χιονονιφάδων, έχω δει όλα τα πιθανά άσπρα το χειμώνα που μόνο η δεσποινίς Σμίλλα που διάβαζε το χιόνι τα είχε καταγράψει, έχω φάει κρύσταλλα που κρέμονταν από τις σκεπές, έκανα τσουλήθρα με αυτοσχέδια έλκηθρα που φτιάχναμε... συναρπαστικές στιγμές... με τη μέρα που γεννήθηκα να είναι η συναρπαστικότερη όλων... αν και την έπλασα στο μυαλό μου για να τη θυμάμαι, που ανάθεμά με αν υπάρχει άνθρωπος που να θυμάται τη μέρα που γεννήθηκε, μόνο κάτι ψώνια σαν εμένα...


Κάθε χρόνος που προστίθεται είναι σαν τα πανωφόρια της Μιράντα που τα σαβουρντάει στο γραφείο της Άντυ... ολοένα και πιο απαιτητικός, πιο επιθετικός, πιο άγριος, πιο στριμμένος, δίνεις 10 σου ζητάει 100, δίνεις 100 σου ζητάει 300, όχι έτσι αλλά γιουβέτσι, όχι αυτό αλλά εκείνο... κι εγώ σε ρόλο Άντυ, υπομονετικά να εργάζομαι για το καλύτερο.. ενίοτε σε ρόλο Μιράντας στον ίδιο μου τον εαυτό... Ρίξε όσα θες, δεν μασάω, διότι ξέρω, επειδή ακριβώς το έχω δει το έργο πάρα πολλές φορές, ότι στο τέλος η Μιράντα χαμογελάει περήφανα κοιτώντας την Άντυ να την χαιρετάει από μακριά φορώντας το παλιό καλό τζινάκι της, έχοντας κρατήσει ωστόσο τις Σανέλ μπότες... μιας και όπως λέω πάντα, όταν φοράμε το σωστό παπούτσι βρίσκουμε και τον δρόμο μας. Ο χρόνος πάντα δίνει όλες τις απαντήσεις, είναι βοηθός μας για να εξελιχθούμε και δίκαιος με όσους εργάστηκαν σκληρά, έτοιμος να τους δώσει όσα τους αναλογούν και ακόμα περισσότερα... Προχωράμε...